μεγαλοπλουτος

μεγαλοπλουτος
    μεγαλόπλουτος
    μεγᾰλό-πλουτος
    2
    чрезвычайно богатый Diod.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "μεγαλοπλουτος" в других словарях:

  • μεγαλόπλουτος — μεγαλόπλουτος, ον (Α) πολύ πλούσιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + πλοῦτος (πρβλ. πάμ πλουτος)] …   Dictionary of Greek

  • μεγαλόπλουτος — exceeding rich masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεγαλόπλουτον — μεγαλόπλουτος exceeding rich masc/fem acc sg μεγαλόπλουτος exceeding rich neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεγαλοπλούτου — μεγαλόπλουτος exceeding rich masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεγαλοπλούτων — μεγαλόπλουτος exceeding rich masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεγαλοπλούτῳ — μεγαλόπλουτος exceeding rich masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεγαλόπλουτ' — μεγαλόπλουτα , μεγαλόπλουτος exceeding rich neut nom/voc/acc pl μεγαλόπλουτε , μεγαλόπλουτος exceeding rich masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεγαλ(ο)- — και μεγα / μεγά (ΑM μεγαλ[ο] και μεγα / μεγά ) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθετο μέγας, μεγάλου. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι, κατά κανόνα, προσδιοριστικού τ. (δηλ. το α συνθετικό… …   Dictionary of Greek

  • μεγαλοπλούσιος — μεγαλοπλούσιος, ον (Α) μεγαλόπλουτος* …   Dictionary of Greek

  • πλούτος — I Γιος της Δήμητρας και του Ιασίωνα, θεός της ευφορίας των αγρών και γενικά του πλούτου. Συχνά ταυτίζεται με τον θεό του Άδη Πλούτωνα. Ο γλύπτης Κηφισόδοτος στο διάσημο σύμπλεγμά του τον παριστάνει ως βρέφος στην αγκαλιά της Ειρήνης, αλλά ο… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»